- σκελετό
- το, Νβλ. σκελετός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… … Dictionary of Greek
ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα … Dictionary of Greek
Ακτινοπτερύγιοι — Υφομοταξία ψαριών της ομοταξίας των οστεϊχθύων. Έχουν χόνδρινο σκελετό, περισσότερο ή λιγότερο οστεοποιημένο, σώμα γεμάτο λέπια και ακτινωτά πτερύγια (απ’ όπου και η ονομασία τους). Η υφομοταξία αυτή περιλαβαίνει το μεγαλύτερο μέρος των ψαριών… … Dictionary of Greek
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek
σκελετός — ο 1. το σύνολο των οστών ανθρώπου και ζώων. 2. μτφ., τα βασικά μέρη πολλών δημιουργημάτων του ανθρώπου: Μέχρι στιγμής κατασκεύασαν μόνο το σκελετό του σπιτιού. 3. πλαίσιο γυαλιών για τα μάτια: Πήρε γυαλιά με χρυσό σκελετό. 4. άνθρωπος αδύνατος: Η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
ηλιόζωα — (heliozoa). Ριζόποδα ή σαρκόζωα πρωτόζωα με ακτινωτή συμμετρία, σφαιρική ή ωοειδή, που ζουν κυρίως στα γλυκά νερά. Το κυτταρόπλασμά τους διακρίνεται σε ενδόπλασμα και εξώπλασμα. Τo πρώτο έχει έναν ή περισσότερους πυρήνες και το δεύτερο πολλά… … Dictionary of Greek
ιχθυολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία και τη φυσιολογία, τον βιολογικό κύκλο και τις συνήθειες των ψαριών. Τα πρώτα αξιόλογα γραπτά κείμενα στον τομέα της ι. έγραψαν τον 16o αι. οι Πιερ Μπελόν, Ιπόλιτο Σαλβιάνι και Γκιγιόμ… … Dictionary of Greek